Εννοιολογική Ζωγραφική

| |




Εννοιολογική Ζωγραφική
Είναι το κίνημα της τέχνης στο οποίο η έννοια έχει προτεραιότητα πάνω από την παραδοσιακή αισθητική. Η έννοια ,ή ιδέα είναι το πιο σημαντικό μέρος του έργου. Ο σχεδιασμός και η λήψη της απόφασης γίνονται στο μυαλό του καλλιτέχνη από πριν, και η εκτέλεση είναι ένα δευτερεύον θέμα. Έχει αναφερθεί ότι η εννοιολογική τέχνη αμφισβητεί τη φύση της ίδιας της τέχνης. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που αμφισβητούνται ήταν η υπόθεση ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσουν ειδικά είδη αντικειμένων. Η εννοιολογική τέχνη δεν εξασκεί τις παραδοσιακές τεχνικές της ζωγραφικής και γλυπτικής. Συσχετίζεται με τύπους σύγχρονης τέχνης. Το πρόβλημα στη δεκαετία το 1970 ήταν η σύγχυση ανάμεσα στην «έννοια» και την «πρόθεση» του καλλιτέχνη.
Η εννοιολογική τέχνη πρωτοεμφανίστηκε στο έργο του Μισέλ Ντουσάν, ο ποίος παρουσίασε παραδείγματα όπως η « λεκάνη» , μία συνηθισμένη τουαλέτα ούρησης που απορρίφτηκε όμως από την έκθεση ανεξάρτητων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη. Με παραδοσιακούς όρους ένα τέτοιο αντικείμενο δεν θα μπορούσε να αποκληθεί τέχνη, Δεν δημιουργήθηκε με χειρονακτικό τρόπο με σκοπό να γίνει ένα έργο τέχνης.
Ο όρος «εννοιολογική τέχνη» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε ένα άρθρο από το καλλιτέχνη Χένρυ Φλιντ. Κατά το μέσο της δεκαετίας του 1970 υπήρξαν εννοιολογικές δημοσιεύσεις, κείμενα και πίνακες ζωγραφικής. Η πρώτη έκθεση με αποκλειστικά εννοιολογικά θέματα διοργανώθηκε στο πολιτιστικό κέντρο της Νέας Υόρκης.
Το κίνημα της εννοιολογικής τέχνης εμφανίστηκε περίπου το 1969.Εν μέρει ήταν μία αντίδραση εναντίον του φορμαλισμού που υποστήριζε ο Διάσημος τεχνοκριτικός Γκρίνμπεργκ. Σύμφωνα με τις απόψεις του, η μοντέρνα τέχνη πρέπει να ακολουθείται από περιορισμό της αφαίρεσης και να εκλεπτύνεται. Καθήκον της ζωγραφικής, παραδείγματος χάριν, ήταν να προσδιορίσουν τι είδους αντικείμενο ήταν στ’ αλήθεια : Η ζωγραφική απεικονίζει επίπεδα αντικείμενα σε επιφάνειες μουσαμά όπου προστίθεται η χρωστική ουσία. Ωστόσο η ψευδαίσθηση της προοπτικής είναι άσχετη με την ουσία της ζωγραφικής, και θα έπρεπε να εξαφανιστεί.
Η εννοιολογική τέχνη έφτασε στα άκρα απομακρύνοντας την ανάγκη των αντικειμένων τελείως δείχνοντας αποστροφή προς την ψευδαίσθηση, ενώ κοντά στο τέλος της δεκαετίας του 1960 αυτή η ανάγκη δεν έβρισκε οπαδούς. Το κίνημα προσπάθησε να αποφύγει τις γκαλερί, ή τα μουσεία σαν καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της τέχνης, ή η αγορά της τέχνης σαν ιδιοκτήτης και διακινητής των έργων τέχνης. Οι εννοιολογικοί καλλιτέχνες θεωρούν ότι όποιος δει ένα εννοιολογικό έργο, γίνεται αυτόματα και ιδιοκτήτης του επειδή κανένας δεν μπορεί πλέον να το βγάλει από το μυαλό του. Αυτή το είδος τέχνης περιορίζεται μερικές φορές σε ένα σετ οδηγιών και περιγραφών, αλλά σταματά την ολοκλήρωση, τονίζοντας ότι η ιδέα είναι πιο σημαντική από το ίδιο το έργο.
Μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στην εννοιολογική τέχνη και σε πιο παραδοσιακές μορφές τέχνης οδηγεί στο ερώτημα της καλλιτεχνικής ικανότητας. Η ικανότητα στο χειρισμό των παραδοσιακών μέσων παίζει ελάχιστο ρόλο στην εννοιολογική ζωγραφική. Είναι αλήθεια ότι δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ικανότητα για δημιουργηθεί εννοιολογική τέχνη. Δεν είναι ότι λείπει από αυτούς τους καλλιτέχνες η εικαστική ικανότητα, ή ότι έχουν εχθρότητα προς την παράδοση, αλλά έχουν μία περιφρόνηση για την ατομική εικαστική έκφραση.
Το πρώτο κύμα του «εννοιολογικού ρεύματος» διάρκεσε από το 1967 έως το 1978. Πρώιμοι εννοιολογικοί καλλιτέχνες που διακρίθηκαν ήταν οι Χένρυ Φλιντ, Ρόμπερτ Μόρρις και Ρέυ Τζόνσον που επηρέασαν το ρεύμα που έγινε ευρύτερα αποδεκτό. Οι εννοιολογικοί καλλιτέχνες Νταν Γκράχαμ και Χανς Χάακε είχαν μεγάλη επίδραση στο κίνημα αυτό και τους επόμενους καλλιτέχνες. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και μία Τρίτη γενεά εννοιολογιστών, Πολλά στοιχεία της τέχνης έχουν υιοθετηθεί από σύγχρονους ζωγράφους της τέχνης εγκατάστασης, της περφόρμανς και της ψηφιακής τέχνης