The hungry chickens

| |


A 45-60 cm original oil on canvas created in January 2011
Inquire for price

Nude with a wooden doll

| |


A 60 85 cm oil on canvas original semi modern piece created in January 2011.
Inquire for price

A fishmonger on a Greek island

| |


Original oil on canvas created in January 2011 by Charalampos Laskaris
Size: 60-80 cm
Naturalistic,landscape
Require price

Royal Academy of munich

| |



History
After the end of the Greek Independence war in 1830 and the creation of the new state there was a need for the education of young painters. Of course there was no such school of Art in the new born country, and the new young king Otto of Bavaria encouraged several young talented men to study art in the Royal Academy of Fine Arts in Munich. In addition, after centuries of Ottoman rule, few opportunities existed for young artist in Greece itself, immediately after independence, so studying abroad was imperative for them. Munich, was an important international center for the arts and is the place where the majority of the Greek artists of 19th century would chose to study and a minority would go to Paris. Both academic and personal bonds developed between early Greek painters and Munich artistry giving birth to the Greek "Munich School" of painting. Many of these young artists later have returned to Greece to teach to the Polytechnic School and later Athens School of Fine Arts, where they would transmit their artistic experiences. However some of them like Nikolaus Gyzis chose to remain in Munich.
Artistic styles
The works of the Munich school painters are characterized by an expert use of colours that would overshadow the figures’ expressions. Scenes were depicted in a pompous and theatrical way, although not lacking emotional tension. In academic realism the imperative is the ethography, the representation of urban and/or rural life with a special attention in the depiction of architectural elements, the traditional clothes and the various objects. Munich School painters were specialized on portraiture, landscape painting and still life.
Representative artists
Artists that belong to the School of Munich include the first painters of free Greece such as Theodoros Vryzakis (1814–1878) and Dionysios Tsokos (1820–1862) (According to other art critics he belongs more to the Heptanes School. Both of them draw their subjects from the Greek War of Independence in 1821, focusing on idealized ideas on the Greek Revolution and not giving much attention to the violent and tragic aspects of a war. Even more dramatic in their depictions were the later Konstantinos Volanakis (1837–1907) and Ioannis Altamouras (1852–1878), that were focused more on the naval battles of the revolution
Main representatives of the artistic movement were apart from Volanakis the painters that worked mainly during the second half of the 19th century like Nikiphoros Lytras (1832–1904), Nikolaos Gyzis (1842–1901) and Georgios Iacovidis. (1853–1907). Gysis stayed at the Academy in Germany while the others have returned to teach at the Athens School of Fine Arts. Their teaching and artistry have marked the 19th century artistic era in Greece.
Nikiphoros Lytras is considered the pope of Greek painting and the major iconographer of Greek life during the 19th century. Paintings such as the sinking of the Turkish flag ship by Kanaris was a reference point in Greek art. Gyzis worked mainly on ethography while at the maturity of his career he shifted towards the of visions, allegories and symbolisms. Iacovidis paintings were mainly portraiture and depiction of children scenes. The latter was the founder and first curator of the National Gallery of Greece in Athens. Other painters include Epameinondas Thomopoulos, Nikolaos Vokos, and Polychronis Lembesis. Influences of academic realism can also be seen in the work of many Greek artists such as Spyros Vikatos (1878–1960). The end of the movement started when some Greek painters after the mid-19th century such as Periclis Pantazis (1849–1884) departed from academic realism towards impressionism and the final end occurred when expressionist Nikolaos Lytras (1883–1927) and Konstantinos Parthenis (1878–1967) started to teach at the Athens School of Fine Arts.

Ακαδημία Ζωγραφικής του Μονάχου

| |


Η Ακαδημία Ζωγραφικής του Μονάχου
Μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης το 1830 και τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους δημιουργήθηκε η ανάγκη για την εκπαίδευση νέων ζωγράφων. Φυσικά στο νεοσύστατο κράτος δεν υπήρχε κάποια ανάλογη σχολή και ο νέος βασιλιάς της χώρας Όθωνας από τη Βαυαρία ενθάρρυνε τους νέου ταλαντούχους καλλιτέχνες να πάνε στην Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής του Μονάχου για εικαστικές σπουδές. Επιπλέον, μετά από αιώνες Οθωμανικής καταπίεσης, οι σπουδές στο εξωτερικό ήταν επιτακτική ανάγκη. Το Μόναχο, ήταν ένα σπουδαίο διεθνές κέντρο τεχνών και ήταν το μέρος που διάλεξαν οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες για σπουδές με ελάχιστους να προτιμούν το Παρίσι. Δημιουργήθηκαν δεσμοί προσωπικοί και ακαδημαϊκοί ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες ζωγράφους και την εικαστική τέχνη στο Μόναχο, που οδήγησαν στη γέννηση της «Σχολής του Μονάχου». Πολλοί από αυτούς τους ζωγράφους αργότερα επέστρεψαν στην Ελλάδα για να διδάξουν στην Πολυτεχνική σχολή, και αργότερα στη σχολή καλών τεχνών. Εξαίρεση απετέλεσε μόνο ο Νικόλαος Γύζης ο οποίος προτίμησε να εργαστεί στο Μόναχο.
Καλλιτεχνικά στυλ
Τα έργα των ζωγράφων της σχολής του Μονάχου χαρακτηρίζονται από την εξαιρετική χρήση των χρωμάτων που επισκίαζαν τις εκφράσεις των φιγούρων. Οι σκηνές απεικονίζονταν με πομπώδη θεατρικό τρόπο, αν και δεν έχαναν σε συναισθηματική ένταση. Στον Ακαδημαϊκό ρεαλισμό κυρίαρχο θέμα ήταν η Ηθογραφία, η παράσταση της ζωής στην πόλη, ή την αγροτική ζωή, με έμφαση στην απεικόνιση των αρχιτεκτονικών στοιχείων, των παραδοσιακών στολών και των διάφορων αντικειμένων. Οι ζωγράφοι της σχολής του Μονάχου ειδικεύονταν στην προσωπογραφία, το τοπίο και τη νεκρή φύση.
Αντιπροσωπευτικοί ζωγράφοι
Οι καλλιτέχνες που ανήκουν στη σχολή του Μονάχου περιλαμβάνουν τους πρώτους ζωγράφους της ελεύθερης Ελλάδος όπως ο Θεόδωρος Βρυζάκης (1814-1878) και ο Διονύσιος Τσώκος (1820- 1862) ( σύμφωνα με ορισμένους θεωρείται μέλος της Επτανησιακής σχολής). Και οι δύο αντλούν τα θέματα τους από τον Ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821, δίνοντας έμφαση στις βίαιες και τραγικές πλευρές του πολέμου. Ακόμη πιο δραματικές ήταν οι απεικονίσεις αργότερα των Κωνσταντίνου Βολανάκη (1837- 1907) και του Ιωάννη Αλταμούρα (1852-1878), που επικεντρώνονταν στις ναυτικές μάχες της επανάστασης.
Οι κυριότεροι αντιπρόσωποι του καλλιτεχνικού κινήματος εκτός από τον Βολανάκη ήταν οι ζωγράφοι που εργάστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όπως ο Νικηφόρος Λύτρας (1832- 1904), Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901) και ο Γεώργιος Ιακωβίδης ( 1853- 1907). Ο Γύζης έμεινε στην Ακαδημία του Μονάχου ενώ οι υπόλοιποι επέστρεψαν για να εργαστούν στη σχολή καλών τεχνών στην Αθήνα. Η διδασκαλία τους έβαλε τη σφραγίδα τους στη ζωγραφική του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.
Ο Νικηφόρος Λύτρας θεωρείται ο πατριάρχης της Ελληνικής Ζωγραφικής και εικονογράφος της Ελληνικής ζωής το 19ο αιώνα. Έργα όπως η «Βύθιση της Τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη » ήταν σημείο αναφοράς για την Ελληνική ζωγραφική. Ο Γύζης δούλεψε κυρίως ηθογραφικά θέματα, ενώ στα τελευταία χρόνια της ωριμότητας του στράφηκε σε ενοράσεις ,αλληγορίες και συμβολισμούς. Τα έργα του Ιακωβίδη ήταν κυρίως πορτρέτα και παιδικές σκηνές .Το έργο του παιδική συμφωνία απέσπασε πρώτο βραβείο. Ο τελευταίος υπήρξε ο ιδρυτής και πρώτος έφορος της Εθνικής πινακοθήκης της Αθήνας. Άλλοι ζωγράφοι περιλαμβάνουν τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, τον Νικόλαο Βώκο, το Πολυχρόνη Λεμπέση και άλλους. Επιρροές του ακαδημαϊκού ρεαλισμού μπορούμε ακόμη να δούμε στο έργο πολλών Ελλήνων ζωγράφων όπως στο Σπύρο Βικάτο (1878-1960). Το τέλος του κινήματος άρχισε όταν μερικοί Έλληνες ζωγράφοι γύρω στο μέσο του 19ου αιώνα όπως ο Περικλής Λεμπέσης (1849-1967) αποχώρησαν από τον ακαδημαϊσμό και στράφηκαν προς τον Ιμπρεσιονισμό. Το τέλος του οριστικοποιήθηκε όταν ο εξπρεσιονιστής Νικόλαος Λύτρας (1883-1927) και ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) άρχισαν να διδάσκουν στη σχολή καλών τεχνών στην Αθήνα.

Venus de Milo

| |



Venus de Milo
It is better known as the Venus de Milo, an ancient Greek statue and one of the most famous works of ancient Greek sculpture. It was created at some time between 130 and 100 BC, and is believed to depict Aphrodite the Greek goddess of love and beauty. It is a marble sculpture, slightly larger than life size at 203 cm (6 ft 8 in) high. Its arms and original plinth have been lost. From an inscription that was on its plinth, it is thought to be the work of Alexandros of Antioch; it was earlier mistakenly attributed to the master sculptor Praxiteles. It is at present on display at the Louvre Museum in Paris.
Description
Although the Venus de Milo is widely renowned for the mystery of her missing arms, enough evidence remains to prove that the right arm of the goddess was lowered across the torso with the right hand resting on the raised left knee so the sliding drapery wrapped around the hips and legs could be held in place. The left arm was held at just below the eye level of the statue above a herm while holding an apple. The right side of the statue is more carefully worked and finished than the left side or back, indicating that the statue was intended to be seen mainly as a profile from its right. The statue would have been tinted as was the custom of the era, adorned with jewellery and positioned in a niche inside of a gymnasium. The painting of the statue along with its jewellery were intended to make it appear more lifelike.
Discovery and history
The Venus de Milo was discovered by a peasant named Yorgos Kentrotas in 1820, inside a buried niche within the ancient city ruins of Milos, on the Aegean island of Milos. The statue was found in two main pieces (the upper torso and the lower draped legs) along with several herms , fragments of the upper left arm and left hand holding an apple, and an inscribed plinth. Kentrotas unearthed the first piece of the statue in his field and called a French naval officer called Voutier, who was looking for antiquities in a nearby site to help. When another naval officer called Jules Dumont saw it, he realized its importance and arranged to buy it from the Turkish administration. The whole community of Milos was involved since they wanted a better price. The whole thing was complicated when Nicholas Mourouzis a Greek translator for sultan in Constantinople intervened to buy it for a thousand rupees, a better price for the karnotas family. As the statue was roughly dragged on the rocks to the French ship, it suffered damages and the arms and apple it was holding were lost for ever. French sailors had to fight Greek brigands for possession The Greeks succeeded in capturing the statue and started loading it on their ship. The French ambassador's representative, Vicomte de Marcellus, arrived just as the statue was being loaded aboard the Greek ship bound for Constantinople, seized the statue and persuaded the island's chief citizens to annul the sale.
Upon arrival at the Louvre, the statue was reassembled, but the fragments of the left hand and arm were initially dismissed as being a later restoration because of the rougher workmanship. It is now accepted that the left hand holding the apple and the left arm are in fact original to the statue but were not as well finished as the rest of the statue since they would have been somewhat above eye level and difficult to see
The plinth mysteriously disappeared shortly before the statue was presented to King Louis XVIII in 1821 and only survives in two drawings and an early description. The king eventually presented the statue to the Louvre museum in Paris.
In the autumn of 1939, the Venus was packed for removal from the Louvre in anticipation of the outbreak of war along with the “winged Victory of Samothrace” and taken to the countryside for safety
Fame
The Venus de Milo's great fame in the 19th century was not simply the result of its admitted beauty, but also owed much to a major propaganda effort by the French authorities. In 1815, France had returned the Medici Venus to the Italians after it had been looted from Italy by Napoleon Bonaparte. The Medici Venus, regarded as one of the finest Classical sculptures in existence, caused the French to consciously promote the Venus de Milo as a greater treasure than that which they had recently lost. It was praised by artists and critics as the epitome of graceful female beauty.

Η Αφροδίτη της Μήλου

| |



Η Αφροδίτη της Μήλου.
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι ένα από τα πιο διάσημα έργα τέχνης της Αρχαίας Ελληνικής γλυπτικής. Δημιουργήθηκε γύρω στο 130-100 ΠΧ και πιστεύεται ότι παριστάνει την Αφροδίτη ,θεά της ομορφιάς και της αγάπης. Είναι ένα μαρμάρινο άγαλμα με ύψος ελαφρά μεγαλύτερο από το φυσικό μέγεθος, 203 εκατοστά υψηλό. Οι βραχίονες και η βάση έχουν χαθεί. Από την επιγραφή που ήταν χαραγμένη στη βάση θεωρείται ότι ήταν έργο του Αλέξανδρου του Αντιοχέως Αρχικά είχε αποδοθεί στον Πραξιτέλη, άποψη των Γάλλων αρχαιολόγων που αναβάθμιζε το έργο ως κλασσικό και όχι των Ελληνιστικών χρόνων. Το γλυπτό εκτίθεται σήμερα σε περίοπτη θέση στο Λούβρο και είναι το αστέρι του μουσείου.
Περιγραφή
Αν και η Αφροδίτη της Μήλου φημίζεται για το μυστήριο των χαμένων βραχιόνων, αρκετά στοιχεία υπάρχουν που αποδεικνύουν ότι ο δεξιός βραχίονας ακουμπούσε το προτεταμένο αριστερό γόνατο ώστε να συγκρατεί τις πτυχώσεις του μανδύα που γλιστρούσε. Ο αριστερός βραχίονας ήταν στο ύψος των οφθαλμών πάνω από ένα άγαλμα στήλης Ερμού και κρατούσε ένα μήλο. Είχε επίσης χαραγμένη στη βάση επιγραφή που ανέφερε το όνομα του δημιουργού. Το δεξί μέρος του αγάλματος ήταν πιο προσεκτικά δουλεμένο από το αριστερό μέρος δηλώνοντας ότι το άγαλμα ήταν στημένο ώστε το προφίλ να είναι ορατό από τη δεξιά πλευρά. Το άγαλμα ήταν ζωγραφισμένο με εγκαυστικά χρώματα όπως ήταν η συνήθεια την εποχή εκείνη και ήταν διακοσμημένο με κοσμήματα κάτι που αποδεικνύεται από τις οπές στα αντίστοιχα σημεία.
Η ανακάλυψη και η ιστορία
Η Αφροδίτη της Μήλου ανακαλύφτηκε από τον αγρότη Γιώργο Καρνωτά το 1820 στην αρχαία αγορά της Μήλου στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων στο Αιγαίο πέλαγος. Το άγαλμα βρέθηκε σε δύο κύρια κομμάτια με αρκετούς Ερμείς, κομμάτια από τον αριστερό βραχίονα, το αριστερό χέρι που κρατούσε ένα μήλο και τη βάση του αγάλματος με την επιγραφή του δημιουργού. Ο Καρνωτάς αποκάλυψε το πρώτο κομμάτι του αγάλματος στο χωράφι του και κάλεσε σε βοήθεια ένα Γάλλο αξιωματικό του ναυτικού ονομαζόμενο Βουτιέ που έψαχνε δια αρχαιότητες σε κοντινό χωράφι. Όταν ένας άλλος αξιωματικός ονομαζόμενος Ιούλιος Ντουμόντ είδε το άγαλμα κατάλαβε αμέσως την αξία του και φρόντισε ώστε να αγοραστεί από την Τουρκική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη. Εν τω μεταξύ όλοι οι δημογέροντες του νησιού αναμείχτηκαν στην πώληση επιδιώκοντας καλύτερη τιμή. Όλο το θέμα περιπλέχτηκε όταν ο Νικόλαος Μουρούζης, Έλληνας Διερμηνέας του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη αναμείχτηκε με σκοπό να αγοράσει το άγαλμα, προσφέροντας 1000 ρούπιες πολύ καλύτερη τιμή για την οικογένεια Καρνωτά. Καθώς οι ναύτες έσερναν το άγαλμα πάνω στη βραχώδη ακτή, προκάλεσαν αρκετή ζημιά και χάθηκαν οριστικά κάποια κομμάτια από τους βραχίονες όπως και το μήλο. Στην ακτή έγινε άγρια συμπλοκή με Έλληνες καταδρομείς που πήραν το άγαλμα έπειτα από συμπλοκή και προσπάθησαν να το φορτώσουν στο πλοίο τους . Τη στιγμή εκείνη ο Βιγκοντ ντε Μάρσελους, αντιπρόσωπος του Γάλλου προξένου, έφτασε στο σημείο, άρπαξε το άγαλμα που έφευγε για την Κωνσταντινούπολη και έπεισε τους δημογέροντες της Μήλου να ακυρώσουν την αγοροπωλησία με το Μουρούζη.
Με την άφιξη στο Λούβρο, το άγαλμα συναρμολογήθηκε ξανά, αλλά τα κομμάτια του αριστερού βραχίονα απορρίφτηκαν αν και ήταν αυθεντικά. Η παρανόηση έγινε λόγω του ότι δεν είχαν τέλεια επεξεργασία ,επειδή ήταν στο υψηλότερο σημείο του αγάλματος. Ο λόγος είναι ότι οι γλύπτες δεν έδιναν μεγάλη προσοχή στα σημεία με μικρή οπτική από τους θεατές.
Η βάση εξαφανίστηκε μυστηριωδώς λίγο πριν παρουσιαστεί στο βασιλιά Λουδοβίκο 18ο το 1821 και επιζεί μόνο μέσα από δύο σχέδια του Βουτιέ και πρώιμες περιγραφές. Προφανής λόγος των αρχαιολόγων ήταν να αποκρύψουν ότι το έργο δεν ήταν της κλασσικής περιόδου. Τελικά ο βασιλιάς έκανε την παρουσίαση του στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Το φθινόπωρο του 1939 Η Αφροδίτη της Μήλου καθώς και η Νίκη της Σαμοθράκης και άλλα φημισμένα γλυπτά εστάλησαν στην επαρχία για να προστατευτούν.
Η φήμη
Η φήμη της Αφροδίτης της Μήλου τον 19ο αιώνα δεν ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της αναμφισβήτητης ομορφιάς της, αλλά είχε σχέση με την προσπάθεια της προπαγάνδας των Γαλλικών αρχών. Το 1815, η Γαλλία υποχρεώθηκε να επιστρέψει την Αφροδίτη των Μεδίκων στην Ιταλία , ένα εξαιρετικό γλυπτό που είχε αφαρπάσει ο Ναπολέων κατά την εκστρατεία του στη Ιταλία. Η Αφροδίτη των Μεδίκων θεωρείται ως ένα εκ των ωραιότερων γνωστών κλασσικών αγαλμάτων ,και η έλλειψη του ανάγκασε τους Γάλλους να αναδείξουν την Αφροδίτη της Μήλου ως σημαντικότερο θησαυρό από αυτό που πρόσφατα είχαν χάσει. Το γλυπτό χαρακτηρίστηκε από την πλειοψηφία των καλλιτεχνών και κριτικών ως η επιτομή της χάρης και της γυναικείας ομορφιάς.

Tsepelovo square

| |



A 60-80 cm original oil on canvas created in December 2010
Impressionistic painted with painting knives and brushes ( for sale)
Inquire for price

Abstract Expressionism

| |



ABSTRACT EXPRESSIONISM
Abstract expressionism is an art movement that developed in the centre of New York after the 2nd world war in the mid forties. It is often called the school of New York. It was maybe the first important art movement that was born in the USA, declaring its independence from the other European currents of modern art.
The term abstract expressionism was used for the first time in 1946 from an art critic called Robert Coates. The name itself contains the main technical and aesthetic characteristics of the movement, as it combined the German expressionism with the pure abstract tendencies of other contemporary movements like futurism, or cubism. For many people it is considered that its predecessor was hyper realism, because of its spontaneous automatic subconscious expression.
It must be noted that the term abstract expressionism was also often used for artists with diametrically contrasting techniques, who happened to participate in the art production of New York at the same period. Characteristically, despite the fact that Jackson Pollock, Vilelm De Kuning and Mark Rothko are considered significant personalities of the abstract expressionism, they made paintings which were not connected with each other with regard to their techniques and aesthetics. Whereas Rothko’s paintings are characterized by their simplicity, Kuning’s works are characterized by intense action and expressionism. On the other hand, Pollock developed a new (dripping) technique by which he accidentally spilled paint on the canvas that was placed on the floor.
The representatives of abstract expressionism had certainly some common elements, like improvising and the use of free form. Their technique is often described by the term of action painting, which could easily be translated as the painting of action.
In the fifties the Canadian artist Jean- Paul Riopelle introduced abstract expressionism to Paris.
In the sixties, the movement of abstract expressionism started losing its glamour to a great extent and ceased to influence other artists. The movement was in some way replaced by pop art. The most famous artists of abstract expressionism were Jackson Pollock, Vilem Kuning and Mark Rothko.

Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός

| |



Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός
Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα στη ζωγραφική που αναπτύχθηκε με κέντρο την Νέα Υόρκη μεταπολεμικά και ειδικότερα στα μέσα της δεκαετίας του '40. Συχνά αναφέρεται και ως Σχολή της Νέας Υόρκης. Ήταν ίσως το πρώτο σημαντικό κίνημα στην τέχνη που γεννήθηκε στην Αμερική, δηλώνοντας παράλληλα την ανεξαρτησία του από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ρεύματα στη μοντέρνα τέχνη.

Ο όρος αφηρημένος εξπρεσιονισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 από τον κριτικό τέχνης Robert Coates. Η συγκεκριμένη ονομασία εμπεριέχει τα κύρια τεχνικά και αισθητικά χαρακτηριστικά του κινήματος, καθώς συνδύαζε σε μεγάλο βαθμό τον γερμανικό εξπρεσιονισμό με τις καθαρά αφηρημένες τάσεις άλλων σύγχρονων κινημάτων όπως του φουτουρισμού ή του κυβισμού. Από πολλούς θεωρείται πως ο κύριος προκάτοχός του είναι ο υπερρεαλισμός, λόγω της έμφασής του στην αυθόρμητη, αυτόματη ή υποσυνείδητη έκφραση.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο όρος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού χρησιμοποιήθηκε συχνά και για καλλιτέχνες αντιδιαμετρικά αντίθετων τεχνοτροπιών που απλά έτυχε να αποτελούν μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής στη Νέα Υόρκη την ίδια χρονική περίοδο. Χαρακτηριστικά, παρά το γεγονός ότι ο Τζάκσον Πόλοκ, ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ και ο Μαρκ Ρόθκο θεωρούνται σημαντικές προσωπικότητες του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, τα έργα τους δεν σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους σε ότι αφορά την τεχνική ή ακόμα και την αισθητική τους. Ενώ οι πίνακες του Ρόθκο διακρίνονται για την απλότητα τους, τα έργα του ντε Κούνινγκ χαρακτηρίζονται από έντονη δράση και εκφραστικότητα. Από την άλλη πλευρά, ο Πόλοκ ανέπτυξε μια πολύ ιδιαίτερη τεχνική στη ζωγραφική (μέθοδος dripping), κατά την οποία έσταζε με σχεδόν τυχαίο τρόπο τη μπογιά πάνω στον καμβά, τον οποίο τοποθετούσε στο έδαφος.

Οι εκπρόσωποι του αφηρημένου εξπρεσιονισμού είχαν ασφαλώς και κοινά γνωρίσματα, όπως τον αυτοσχεδιασμό και την χρήση μιας ελεύθερης φόρμας. Η τεχνική τους πολλές φορές περιγράφεται και με τον όρο action painting, που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ζωγραφική της δράσης.

Ο Καναδός καλλιτέχνης, Jean-Paul Riopelle (1923-2002), εισήγαγε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και στο Παρίσι τη δεκαετία του '50.

Την περίοδο του 1960, το κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού άρχισε να χάνει σε μεγάλο βαθμό την ακτινοβολία του και έπαψε να επηρεάζει σημαντικά άλλους καλλιτέχνες.

Το κίνημα που κατά κάποιο τρόπο τον διαδέχτηκε ήταν η Ποπ Αρτ.


Κυριότεροι εκπρόσωποι

-Τζάκσον Πόλοκ (Jackson Pollock)
-Βίλεμ ντε Κούνινγκ (Willem DeKooning)
-Μαρκ Ρόθκο (Mark Rothko)